- χαιρετισμό
- selamlama, selam
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
προσφθεγκτήριος — ία, ον, Α αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θελκ τήριος)] … Dictionary of Greek
χαιρετιστικός — ή, ό / χαιρετιστικός, ή, όν, ΝΜ [χαιρετισμός] αυτός που αναφέρεται στον χαιρετισμό, που γίνεται για να δηλώσει χαιρετισμό … Dictionary of Greek
Άβε Μαρία — Λατινική φράση (Χαίρε Μαρία) με την οποία αρχίζει ο πιο γνωστός ύμνος των καθολικών στην Παναγία. Περιλαμβάνει τρία μέρη: α) τον χαιρετισμό του αρχάγγελου Γαβριήλ στην Παναγία «Ave Maria gratia plena, Dominus tecum benedicta tu in mulieribus»… … Dictionary of Greek
αντασπάζομαι — ἀντασπάζομαι (Α) 1. ανταποδίδω ασπασμό, χαιρετισμό 2. συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη σε κάποιον … Dictionary of Greek
αντιδεξιούμαι — ἀντιδεξιοῡμαι ( όομαι) (Α) δίνω κι εγώ το δεξί μου χέρι, ανταποδίδω χαιρετισμό … Dictionary of Greek
αντιπροσαγορεύω — ἀντιπροσαγορεύω (Α) ανταποδίδω προσφώνηση ή χαιρετισμό … Dictionary of Greek
αντιπροσκυνώ — ἀντιπροσκυνῶ ( έω) (AM) ανταποδίδω προσκύνημα, χαιρετισμό … Dictionary of Greek
αντιχαίρω — (Α ἀντιχαίρω) νεοελλ. αντιχαίρετε απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε αρχ. χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου … Dictionary of Greek
αντιχαιρετίζω — κ. χαιρετώ ( άω) (Μ ἀντιχαιρετίζω) ανταποδίδω χαιρετισμό … Dictionary of Greek
ασπαστικός — ἀσπαστικός, ή, όν (Α) [ασπαστός] 1. ο ευμενής, ο φιλικός 2. αυτός που χρησιμοποιείται στον χαιρετισμό … Dictionary of Greek